ἀνατεί

ἀνατεί
ἀνᾱτεί , ἀνατί
without harm
indeclform a̱priv (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανατεί — ἀνατεὶ και ἀνατὶ επίρρ. (Α) [άνατος] επίρρ. χωρίς βλάβη, ατιμωρητί …   Dictionary of Greek

  • άνατος — ἄνατος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά 2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άτη < αάω «βλάπτω». ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”